garrapatear - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

garrapatear (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "garrapatear" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [ɡara.paˈteaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Το "garrapatear" χρησιμοποιείται για να υποδείξει την πράξη του να γράφει κανείς με γρήγορο και απρόσεκτο τρόπο, συνήθως χωρίς πολύ σκέψη ή προετοιμασία. Ο όρος συχνά υποδηλώνει μια μορφή άτσαλης ή βιαστικής σημειογραφίας. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Hoy voy a garrapatear algunas ideas para mi proyecto.
    Σήμερα θα γράψω μερικές ιδέες ακατάστατα για το πρότζεκτ μου.

  2. No hay tiempo para pensar, solo garrapatear y entregar.
    Δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη, μόνο να γράψω γρήγορα και να παραδώσω.

  3. Sus notas son difíciles de leer porque siempre garrapatea.
    Οι σημειώσεις του είναι δύσκολες να διαβαστούν γιατί πάντα γράφει απρόσεκτα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "garrapatear" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη είναι:

  1. No sirve de nada garrapatear en la clase si no prestas atención.
    Δεν έχει νόημα να γράφεις πρόχειρα στην τάξη αν δεν προσέχεις.

  2. Garrapatear en el cuaderno no es suficiente para estudiar bien.
    Να γράφεις απρόσεκτα στο τετράδιο δεν αρκεί για να διαβάσεις σωστά.

  3. Al final del día, todo lo que hice fue garrapatear en mis notas.
    Στο τέλος της ημέρας, το μόνο που έκανα ήταν να γράφω με προχειρότητα στις σημειώσεις μου.

Ετυμολογία

Η λέξη "garrapatear" προέρχεται από το "garrapata", που σημαίνει "κρι ticket" ή "παρασιτικό έντομο", πιθανώς λόγω της ακατάστατης και χωρίς σειρά φύσης της γραφής που παραλληλίζεται με την ανεξέλεγκτη κίνηση των παρασιτικών εντόμων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - escribir (γράφο) - anotar (σημειώνω)

Αντώνυμα: - redactar (συντάσσω) - clasificar (ταξινομώ)



23-07-2024