gas - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

gas (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

gas: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ɡas/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη gas αναφέρεται σε ουσίες που βρίσκονται σε αέρια μορφή σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Στην ιατρική, μπορεί να αναφέρεται σε αέρια που χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς (π.χ. αναισθησία, οξυγόνο). Στις τεχνικές και πολυτεχνικές περιοχές, σχετίζεται με καύσιμα και αέρια που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ενέργειας. Στην στρατιωτική ορολογία, αναφέρεται σε χημικά αέρια που χρησιμοποιούνται σε πολέμους.

Η χρήση της λέξης είναι συχνή και ισχύει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μικρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το πλαίσιο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El gas natural es una fuente de energía muy utilizada en los hogares.
    (Το φυσικό αέριο είναι μια πολύ χρησιμοποιούμενη πηγή ενέργειας στα σπίτια.)

  2. En el hospital, se utiliza gas anestésico durante las cirugías.
    (Στο νοσοκομείο, χρησιμοποιείται αναισθητικό αέριο κατά τη διάρκεια των χειρουργείων.)

  3. La fuga de gas puede ser muy peligrosa.
    (Η διαρροή αερίου μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη gas χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:

  1. Cortar el gas - σημαίνει "να σταματήσεις κάτι απότομα".
    (Π.χ. "Cuando me dio la noticia, corté el gas." - Όταν μου έδωσε την είδηση, σταμάτησα απότομα.)

  2. Estar a gas - σημαίνει "να είσαι σε καλή κατάσταση" ή "να είσαι έτοιμος".
    (Π.χ. "Hoy estoy a gas para el trabajo." - Σήμερα είμαι έτοιμος για τη δουλειά.)

  3. No gastar más gas del necesario - σημαίνει "να μην σπαταλάς πόρους".
    (Π.χ. "Debemos no gastar más gas del necesario en esta situación." - Πρέπει να μην σπαταλάμε περισσότερους πόρους από ό,τι είναι απαραίτητο σε αυτή την κατάσταση.)

  4. Tener gas para rato - σημαίνει "να έχεις ενέργεια ή πόρους για πολύ καιρό".
    (Π.χ. "Después de esa comida, tengo gas para rato." - Μετά από αυτό το γεύμα, έχω ενέργεια για πολύ καιρό.)

  5. A toda gas - σημαίνει "με μεγάλη ένταση ή ταχύτητα".
    (Π.χ. "Fue a toda gas a terminar el proyecto." - Έτρεξε με μεγάλη ένταση για να ολοκληρώσει το έργο.)

Ετυμολογία

Η λέξη gas προέρχεται από το ολλανδικό gas, το οποίο ανακαλύφθηκε από τον φιλόσοφο και χημικό Jan Baptista van Helmont τον 17ο αιώνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - vapor (ατμός) - aire (αέρας)

Αντώνυμα: - sólido (στερεό) - líquido (υγρό)



22-07-2024