gasóleo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

gasóleo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή: /ɡaˈso.le.o/

Μεταφράσεις: ντήζελ, πετρέλαιο

Σημασία/Χρήση: Η λέξη "gasóleo" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί στο ντήζελ ή πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις: 1. Tienes que llenar el tanque con gasóleo. (Πρέπει να γεμίσεις το ρεζερβουάρ με ντήζελ.) 2. El camión funciona con gasóleo. (Το φορτηγό λειτουργεί με πετρέλαιο.)

Ετυμολογία: Η λέξη "gasóleo" προέρχεται από την ισπανική λέξη "gas" που σημαίνει καύσιμο και "óleo" που σημαίνει λάδι.

Συνώνυμα: diésel, petróleo

Αντώνυμα: gasolina, nafta



2