Η λέξη gaseosa είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ɡa.se.o.sa/
Η λέξη gaseosa αναφέρεται σε ένα είδος αναψυκτικού ποτού που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα, συνήθως αρωματισμένο με γεύσεις όπως λεμόνι, πορτοκάλι ή άλλα φρούτα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει διάφορα είδη carbonated drinks. Σύμφωνα με την κοινή αίσθηση, η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Me gusta beber una gaseosa cuando hace calor.
(Μου αρέσει να πίνω ένα ανθρακούχο ποτό όταν κάνει ζέστη.)
Ella pidió una gaseosa en el restaurante.
(Αυτή παραγγέλνει ένα αναψυκτικό στο εστιατόριο.)
A los niños les encanta la gaseosa de limón.
(Τα παιδιά αγαπούν το ανθρακούχο ποτό λεμονιού.)
Η λέξη gaseosa χρησιμοποιείται συχνά και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ενταγμένη σε πολλές. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις αναδεικνύουν τη χρήση της σε καθημερινές εκφράσεις:
Estaré más fresco que una gaseosa después de un buen baño.
(Θα είμαι πιο δροσερός από ένα ανθρακούχο ποτό μετά από ένα καλό μπάνιο.)
Este día ha sido tan largo que necesito una gaseosa para refrescarme.
(Αυτή η μέρα ήταν τόσο μεγάλη που χρειάζομαι ένα αναψυκτικό για να ανανεωθώ.)
Si no te gusta la gaseosa, siempre puedes optar por agua.
(Αν δεν σου αρέσει το ανθρακούχο ποτό, μπορείς πάντα να επιλέξεις νερό.)
Η λέξη gaseosa προέρχεται από το γαλλικό "gazeux", το οποίο σημαίνει "αέριος" και αναφέρεται στα αέρια που χρησιμοποιούνται για την α carbonation ενός ποτού.
Αυτή είναι η αναλυτική περιγραφή της λέξης gaseosa στα Ισπανικά.