Το "gasoil" είναι ουσιαστικό.
/ɡaˈsoil/
Το "gasoil" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος καυσίμου που προέρχεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται κυρίως σε κινητήρες ντίζελ, καθώς και σε βιομηχανικές διαδικασίες. Στη γλώσσα των στρατιωτικών, η αναφορά στο "gasoil" μπορεί να συνδέεται με τη λειτουργία στρατιωτικών οχημάτων ή αεροσκαφών που απαιτούν αυτό το καύσιμο. Η χρήση του "gasoil" είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε έγγραφα ή εκθέσεις, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
(Τα στρατιωτικά οχήματα εξαρτώνται από το ντίζελ για τη λειτουργία τους.)
El suministro de gasoil es crucial durante las operaciones militares.
(Η προμήθεια ντίζελ είναι κρίσιμη κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων.)
El tanque de gasoil del camión necesita ser llenado antes de la misión.
Αν και το "gasoil" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αναφορές σχετικές με την ενέργεια και τη στρατηγική μπορούν να γίνουν στις παρακάτω προτάσεις:
(Το ντίζελ είναι η καρδιά των επιχειρημάτων μας.)
No hay éxito sin un buen suministro de gasoil.
(Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς καλή προμήθεια ντίζελ.)
El mantenimiento del gasoil es fundamental para el rendimiento del vehículo.
(Η συντήρηση του ντίζελ είναι θεμελιώδης για την απόδοση του οχήματος.)
En tiempos de guerra, el gasoil se convierte en un recurso valioso.
Η λέξη "gasoil" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "gas" (αέριο) και "oil" (λάδι), υποδεικνύοντας ότι είναι μια υγρή μορφή καυσίμου που προέρχεται από πετρέλαιο.
Συνώνυμα: - Diesel - Combustible
Αντώνυμα: - Gasolina (βενζίνη), που χρησιμοποιείται γενικά σε κινητήρες βενζίνης και όχι σε ντίζελ.