Η λέξη "gasolina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/gasolˈina/
Η λέξη "gasolina" αναφέρεται σε ένα υγρό καύσιμο που χρησιμοποιείται κυρίως για την κίνηση οχημάτων, όπως αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Είναι ένα κοινό φαινόμενο στην καθημερινή ζωή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές αναφορές, όπως άρθρα, διαφημίσεις και οικονομικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της "gasolina" είναι υψηλή, καθώς σχετίζεται με τις μεταφορές και τις ανάγκες των πολιτών.
Η βενζίνη έχει αυξηθεί σε τιμή αυτό τον μήνα.
Debo llenar el tanque de gasolina antes de salir de viaje.
Πρέπει να γεμίσω το ρεζερβουάρ βενζίνης πριν βγω για ταξίδι.
Es importante elegir la gasolina adecuada para tu automóvil.
Η λέξη "gasolina" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Να βάζω βενζίνη στη φωτιά.
Estar a toda gasolina.
Να είσαι γεμάτος βενζίνη.
Hacer un viaje de gasolina.
Να κάνω ένα ταξίδι βενζίνης.
No hay gasolina para el alma.
Η λέξη "gasolina" προέρχεται από την ξένη λέξη "gas" και το ελληνικό "ἔλαιο" (elaiο), εννοώντας ένα καύσιμο που προέρχεται από αέρια που έχουν υποστεί επεξεργασία.
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "gasolina", συνοψίζοντας τη σημασία, τις χρήσεις, τις ιδιωματικές εκφράσεις, την ετυμολογία, καθώς και τα συνώνυμα και αντώνυμα της.