Gasolinera είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ɡaso.liˈne.ɾa/
Η λέξη gasolinera αναφέρεται σε έναν χώρο ή εγκατάσταση όπου πωλούνται καύσιμα, κυρίως βενζίνη και ντίζελ, για αυτοκίνητα και άλλα οχήματα. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό κείμενο, λόγω της καθημερινής ανάγκης πρόσβασης σε καύσιμα.
Πηγαίνω στο βενζινάδικο να γεμίσω το ρεζερβουάρ.
En la gasolinera hay una tienda pequeña.
Η λέξη gasolinera δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή ή τις μετακινήσεις:
Χρειάζομαι να βρω ένα ανοιχτό βενζινάδικο.
La gasolinera está a diez minutos de aquí.
Το βενζινάδικο είναι δέκα λεπτά μακριά από εδώ.
Asegúrate de parar en la gasolinera antes de salir.
Φρόντισε να σταματήσεις στο βενζινάδικο πριν φύγεις.
No olvides revisar el precio de la gasolina en la gasolinera.
Η λέξη gasolinera προέρχεται από το υποκοριστικό της λέξης "gasolina", που σημαίνει "βενζίνη". Η κατάληξη "-era" υποδηλώνει έναν τόπο όπου πωλούνται ή παρασκευάζονται συγκεκριμένα προϊόντα.
Συνώνυμα: - Estación de servicio (σταθμός υπηρεσιών) - Surtidor (αντλία καυσίμων)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για τη λέξη gasolinera, καθώς ο όρος αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο εγκατάστασης. Μπορεί να θεωρηθεί αντώνυμο σε σχέση με χώρο που δεν πωλεί καύσιμα, όπως μια "tienda de comestibles" (κατάστημα τροφίμων).