Gasta είναι ρήμα στον ενεστώτα χρόνο τρίτου προσώπου ενικού (él/ella/usted) της ρήματος gastar, που σημαίνει "ξοδεύω" ή "δαπανούν".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
[ˈɡasta]
Η λέξη gasta χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ενέργεια της σπατάλης ή της δαπάνης χρημάτων ή πόρων. Είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα στον προφορικό, λόγω της φύσης της καθημερινής επικοινωνίας.
Él gasta mucho dinero en ropa.
(Αυτός ξοδεύει πολλά χρήματα σε ρούχα.)
Ella gasta su tiempo viendo televisión.
(Αυτή δαπανά το χρόνο της παρακολουθώντας τηλεόραση.)
Η λέξη gasta χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ιδέα της σπατάλης ή της δαπάνης.
No hay que gastar palabras.
(Δεν πρέπει να σπαταλάς λέξεις.)
Gastar una broma.
(Κάνω μια πλάκα.)
Gastar energías inutilmente.
(Σπαταλώ ενέργεια άσκοπα.)
No gastar balas en vano.
(Να μην σπαταλάς σφαίρες άσκοπα.)
Gastar el suelo.
(Χάνω το έδαφος.)
Η λέξη gasta προέρχεται από το λατινικό vastare, που σημαίνει "σπαταλώ" ή "καταστρέφω". Αυτή η ρίζα αναφέρεται σε έννοιες που σχετίζονται με τη σπατάλη και την αχρεία.
Συνώνυμα: - derrocha (σπαταλά) - despilfarra (σαμποτάρει)
Αντώνυμα: - ahorra (οικονομεί) - conserva (διατηρεί)