Ρήμα
/ɡaˈte.aɾ/
Η λέξη "gatear" προέρχεται από τον τόνο του ήχου που κάνουν τα σκυλιά όταν γαβγίζουν και χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη φωνή ενός σκύλου, δηλαδή το γαβγισμά του. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις και είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συναντάται πιο συχνά στη spoken γλώσσα, ειδικά σε περιβάλλοντα όπου υπάρχουν κατοικίδια. Η συχνότητα της χρήσης της μπορεί να διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Los perros suelen gatear cuando ven a alguien extraño.
(Τα σκυλιά συχνά γαβγίζουν όταν βλέπουν κάποιον ξένο.)
Es normal que un perro gatee cuando se siente amenazado.
(Είναι φυσιολογικό για ένα σκύλο να γαβγίζει όταν αισθάνεται απειλή.)
"Gatear" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει την ενεργητικότητα ή τον ενθουσιασμό, παρομοιάζοντας τον εγκλεισμό ή περιορισμό.
Cuando alguien se siente feliz, puede gatear de emoción.
(Όταν κάποιος αισθάνεται χαρούμενος, μπορεί να γαβγίζει από ενθουσιασμό.)
¡Deja de gatear como si fueras un perro y actúa con madurez!
(Άφησε το γαβγιστό όπως ένα σκυλί και δράσε με ωριμότητα!)
El gato parece gatear cada vez que escucha ruidos extraños.
(Η γάτα φαίνεται να γαβγίζει κάθε φορά που ακούει περίεργους ήχους.)
Η λέξη "gatear" προέρχεται από το ισπανικό "gato", που σημαίνει γάτα, και ο ήχος που κάνουν οι γάτες ή τα σκυλιά όταν θέλουν να προσελκύσουν προσοχή. Συνδέεται επίσης με την απαλή ήχηση και τις φωνητικές εκφράσεις των ζώων.
Συνώνυμα - ladrar (γαβγίζω)
Αντώνυμα - callar (σιωπώ)
Η λέξη "gatear" μπορεί να είναι περισσότερο συγκεκριμένηϊ σε περιπτώσεις που αναφέρονται στα γαβγίσματα των σκύλων, σε αντίθεση με άλλους όρους που περιγράφουν ήχους ή σιωπές.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σε βάθος κατανόηση της λέξης "gatear" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.