Η λέξη "gatillo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gatillo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ɡaˈti.ʝo/.
Η λέξη "gatillo" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "σκανδάλη".
Η λέξη "gatillo" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη σκανδάλη ενός όπλου, δηλαδή το μηχανισμό που ενεργοποιεί το μηχανισμό πυροδότησης. Είναι μια κοινή λέξη στη στρατιωτική και την καθημερινή γλώσσα. Στην Ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, με έμφαση στην περιγραφή όπλων ή σε συζητήσεις σχετικά με την ασφάλεια.
La policía encontró el gatillo del arma en la escena del crimen.
(Η αστυνομία βρήκε τη σκανδάλη του όπλου στη σκηνή του εγκλήματος.)
Es importante mantener el gatillo bloqueado cuando no se usa la pistola.
(Είναι σημαντικό να διατηρείται η σκανδάλη μπλοκαρισμένη όταν δεν χρησιμοποιείται το πιστόλι.)
Η λέξη "gatillo" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την έννοια της ενέργειας ή της δράσης.
Tener el dedo en el gatillo.
(Να έχεις το δάχτυλο στη σκανδάλη.)
=> Αυτή η φράση σημαίνει να είσαι έτοιμος να δράσεις άμεσα σε μια κατάσταση.
Jugar con el gatillo.
(Να παίζεις με τη σκανδάλη.)
=> Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έννοια του να παίζεις με κάτι επικίνδυνο ή να κινδυνεύεις με ελαφρότητα.
Estar a un paso de apretar el gatillo.
(Να είσαι ένα βήμα από το να πατήσεις τη σκανδάλη.)
=> Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι jemand είναι κοντά στο να πάρει μια σημαντική απόφαση ή δράση.
Η λέξη "gatillo" προέρχεται από τη λατινική λέξη galetilum, που προέρχεται από το galea, το οποίο σημαίνει κράνος ή προστασία. Αρχικά χρησιμοποιούνταν για να αναφέρεται σε εργαλεία ή συσκευές που απαιτούσαν χειρισμό.