Gaucho είναι ουσιαστικό.
/gaw.tʃo/
Η λέξη gaucho αναφέρεται στους παραδοσιακούς καουμπόηδες που συναντώνται κυρίως στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη και το νότιο τμήμα της Βραζιλίας. Οι gauchos είναι γνωστοί για τη ζωή τους στους λιβάδια, τη φροντίδα των βοοειδών και την εκδήλωση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας που περιλαμβάνει μουσική, φαγητό και παραδόσεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και η εικονογράφηση της κουλτούρας τους είναι πιο έντονη σε λογοτεχνικά κείμενα και σε παραστάσεις.
Los gauchos son famosos por su habilidad en el manejo del caballo.
(Οι γκάουτσο είναι διάσημοι για την ικανότητά τους στην ιππασία.)
En la fiesta, se presentaron danzas tradicionales de gauchos.
(Στο φεστιβάλ, παρουσιάστηκαν παραδοσιακοί χοροί γκάουτσο.)
Mi abuelo fue gaucho y me enseñó muchas historias de su vida en el campo.
(Ο παππούς μου ήταν γκάουτσο και μου είπε πολλές ιστορίες από τη ζωή του στο χωράφι.)
Η λέξη gaucho χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, που συχνά αντικατοπτρίζουν την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής τους:
(Να είσαι πιο παραδοσιακός από τον ήλιο.)
"Gaucho de ciudad" – αναφέρεται σε κάποιον που, αν και μεγαλωμένος στην πόλη, έχει τις ρίζες του από την ύπαιθρο.
(Γκάουτσο της πόλης.)
"Hacer el gaucho" – να συμπεριφέρεσαι με αυτοπεποίθηση, σαν καουμπόης.
(Να συμπεριφέρεσαι σαν γκάουτσο.)
"Entre gauchos no hay secretos" – αναφέρεται στην έννοια της αλληλοκατανόησης και φιλίας μεταξύ καουμπόηδων.
Η λέξη gaucho προήλθε από την γλώσσα των αυτόχθονων εθνοτήτων της Νότιας Αμερικής, και αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τον ελεύθερο καουμπόη, που ζούσε και εργάζονταν στα λιβάδια.
Συνώνυμα: - Cowboy (στα αγγλικά) - Vaquero (στα ισπανικά)
Αντώνυμα: - Urbano (αστικός) - Citadino (πολιτικός)