Το "gazpacho" είναι ουσιαστικό.
/pɡasˈpat͡ʃo/
Το "gazpacho" αναφέρεται σε μια παραδοσιακή ισπανική ψυχρή σούπα, συνήθως παρασκευασμένη από ντομάτες, πιπεριά, αγγούρι, κρεμμύδι, σκόρδο και ελαιόλαδο. Είναι δημοφιλές κυρίως στη νότια Ισπανία και σε χώρες ισπανικής γλώσσας, όπως η Ονδούρα. Η σούπα αυτή είναι ιδανική για θερμές ημέρες και συχνά σερβίρεται ως ορεκτικό ή εξαιρετικά δροσιστικό πιάτο.
Η συχνότητα χρήσης του "gazpacho" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε μαγειρικά και γαστρονομικά περιβάλλοντα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Me gusta comer gazpacho en verano.
(Μου αρέσει να τρώω γκαζπάτσο το καλοκαίρι.)
El gazpacho andaluz es muy refrescante.
(Το ανδαλουσιανό γκαζπάτσο είναι πολύ δροσιστικό.)
Το "gazpacho" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει μερικές περιπτώσεις στην καθημερινή ομιλία της Ισπανίας.
Este plato es tan fresco como un gazpacho.
(Αυτή η πιατέλα είναι τόσο φρέσκια όσο ένα γκαζπάτσο.)
En el calor del verano, un gazpacho siempre es bienvenido.
(Στη ζέστη του καλοκαιριού, ένα γκαζπάτσο είναι πάντα καλοδεχούμενο.)
Si quieres sobrevivir al calor, debes beber gazpacho.
(Αν θέλεις να επιβιώσεις από τη ζέστη, πρέπει να πιεις γκαζπάτσο.)
Η λέξη "gazpacho" προέρχεται από την αρχαία ισπανική λέξη "caspa", που σημαίνει "ψίχουλο" ή "θρύψαλο". Η έννοια σχετίζεται με την ιδέα των θρυμματισμένων συστατικών που χρησιμοποιούνται στην προετοιμασία της σούπας.
Συνώνυμα: - Σούπα - Σαλάτα (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Ζεστή σούπα - Μαγειρεμένο πιάτο