gelatina: ουσιαστικό (feminine)
/xe.la.'ti.na/
Η λέξη gelatina αναφέρεται σε μια ελαστική, ζελατινώδη ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως στη μαγειρική για την παρασκευή γλυκών (όπως κέικ) και πιάτων. Συνήθως παρασκευάζεται από ζελατίνη, που προέρχεται από το χτένισμα των ζωικών ιστών. Στη ιατρική, η gelatina μπορεί να χρησιμοποιείται στη μορφή κάψουλας ή άλλες μορφές φαρμάκων. Η χρήση της είναι πολύ συχνή και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και οι παρασκευές γλυκισμάτων με gelatina συνήθως αναφέρονται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Me gusta comer gelatina de fresa.
Μου αρέσει να τρώω ζελέ φράουλα.
La gelatina es un ingrediente común en los postres.
Η ζελέ είναι ένα κοινό συστατικό στα γλυκά.
La gelatina puede ser usada en la medicina como un medio de administración de medicamentos.
Η ζελέ μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη ιατρική ως μέσο χορήγησης φαρμάκων.
Η λέξη gelatina δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την υφή ή την κατάσταση.
Estar como una gelatina.
Να είσαι σαν ζελέ. (να είσαι αναποφάσιστος ή διστακτικός)
No me dejas en gelatina.
Μη με αφήνεις σε κατάσταση ζελέ. (μη με αφήνεις σε αβέβαιη κατάσταση)
Su voz temblaba como gelatina.
Η φωνή της έτρεμε σαν ζελέ. (να εκφράζει δισταγμό ή φόβο)
Η λέξη gelatina προέρχεται από τα Λατινικά "gelatina", η οποία είναι μορφή του "gelare", που σημαίνει "παγώνω" ή "στέκεσαι".
Συνώνυμα: - Ζελατίνη - Γλυκό ζελέ
Αντώνυμα: - Στέρεο (στην έννοια του τρώγεται με σταθερή μορφή)