generales - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

generales (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "generales" είναι ένα ουσιαστικό και χρησιμοποιείται επίσης ως επίθετο. Στον πληθυντικό αριθμό σημαίνει "γενικοί" ή "γενικά θέματα".

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "generales" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /xe.neˈɾa.les/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "generales" αναφέρεται σε κάτι που είναι γενικό ή περιλαμβάνει διάφορα θέματα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η διοίκηση, η εκπαίδευση και η στρατιωτική ηγεσία. Είναι συχνά σε χρήση, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Los principios generales de la economía son importantes para entender el mercado.
  2. Οι γενικές αρχές της οικονομίας είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε την αγορά.

  3. En las reuniones, se discuten temas generales antes de abordar los específicos.

  4. Στις συναντήσεις, συζητούνται γενικά θέματα πριν ασχοληθούν με τα ειδικά.

  5. Los generales del ejército se reunieron para hablar de la estrategia.

  6. Οι στρατηγοί του στρατού συγκεντρώθηκαν για να μιλήσουν για τη στρατηγική.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "generales" μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hablar en términos generales
  2. Να μιλάμε σε γενικούς όρους.
  3. (Ομιλία που δεν εστιάζει σε λεπτομέρειες.)

  4. Cifras generales

  5. Γενικοί αριθμοί.
  6. (Συνοπτικές στατιστικές ή πληροφορίες.)

  7. En general, me gusta más la música clásica.

  8. Γενικά, μου αρέσει περισσότερο η κλασική μουσική.
  9. (Συνολική προτίμηση ή γνώμη.)

  10. Los problemas generales deben ser abordados primero.

  11. Τα γενικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν πρώτα.
  12. (Δείχνει προτεραιότητα σε θέματα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "generales" προέρχεται από τη λατινική λέξη "generalis", που σήμαινε γενικός ή κοινός.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - comunes (κοινά) - universales (παγκόσμια)

Αντώνυμα: - específicos (ειδικοί) - particulares (ιδιαίτεροι)



23-07-2024