generalidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

generalidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "generalidad" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "generalidad" είναι: [xe.ne.ɾa.liˈðað]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "generalidad" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - Γενικότητα - Γενίκευση

Σημασία και χρήση

Η λέξη "generalidad" αναφέρεται στην έννοια της γενικότητας ή της κατάστασης να είναι γενική ή κοινή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έννοιες, κανόνες ή παρατηρήσεις που ισχύουν για ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά κείμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La generalidad de las leyes debe ser respetada.
    (Η γενικότητα των νόμων πρέπει να τηρείται.)

  2. A veces, la generalidad puede llevar a malentendidos.
    (Μερικές φορές, η γενικότητα μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "generalidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντήσουμε κάποιες που αναφέρονται σε γενικόμως αποδεκτές ή κοινές έννοιες.

  1. Hacer generalidades sobre la situación es riesgoso.
    (Να κάνεις γενικεύσεις για την κατάσταση είναι επικίνδυνο.)

  2. La generalidad de la opinión pública no siempre es correcta.
    (Η γενικότητα της δημόσιας γνώμης δεν είναι πάντα σωστή.)

  3. Es importante evitar la generalidad cuando estamos analizando datos específicos.
    (Είναι σημαντικό να αποφεύγουμε τη γενικότητα όταν αναλύουμε συγκεκριμένα δεδομένα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "generalidad" προέρχεται από το ουσιαστικό "general", που σημαίνει "γενικός" ή "κοινός", και το προσδιοριστικό κατάληξης "-idad", που υποδηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Generalización - Universalidad

Αντώνυμα: - Especificidad - Particularidad



23-07-2024