Η λέξη "generalidad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "generalidad" είναι: [xe.ne.ɾa.liˈðað]
Η λέξη "generalidad" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - Γενικότητα - Γενίκευση
Η λέξη "generalidad" αναφέρεται στην έννοια της γενικότητας ή της κατάστασης να είναι γενική ή κοινή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έννοιες, κανόνες ή παρατηρήσεις που ισχύουν για ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και μπορεί να χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε ακαδημαϊκά ή φιλοσοφικά κείμενα.
La generalidad de las leyes debe ser respetada.
(Η γενικότητα των νόμων πρέπει να τηρείται.)
A veces, la generalidad puede llevar a malentendidos.
(Μερικές φορές, η γενικότητα μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις.)
Η λέξη "generalidad" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντήσουμε κάποιες που αναφέρονται σε γενικόμως αποδεκτές ή κοινές έννοιες.
Hacer generalidades sobre la situación es riesgoso.
(Να κάνεις γενικεύσεις για την κατάσταση είναι επικίνδυνο.)
La generalidad de la opinión pública no siempre es correcta.
(Η γενικότητα της δημόσιας γνώμης δεν είναι πάντα σωστή.)
Es importante evitar la generalidad cuando estamos analizando datos específicos.
(Είναι σημαντικό να αποφεύγουμε τη γενικότητα όταν αναλύουμε συγκεκριμένα δεδομένα.)
Η λέξη "generalidad" προέρχεται από το ουσιαστικό "general", που σημαίνει "γενικός" ή "κοινός", και το προσδιοριστικό κατάληξης "-idad", που υποδηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - Generalización - Universalidad
Αντώνυμα: - Especificidad - Particularidad