“Generalizar” είναι ρήμα.
/xe.ne.ɾaˈliθaɾ/
Η λέξη “generalizar” αναφέρεται στην πράξη του να κάνεις γενικές δηλώσεις ή συμπεράσματα βασισμένα σε συγκεκριμένα παραδείγματα ή καταστάσεις. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις ή γραφές που αφορούν την τόνωση συμπερασμάτων ή εννοιών που αφορούν ευρύτερες ομάδες ή καταστάσεις από επιμέρους παραδείγματα. Στην καθημερινή χρήση, η λέξη χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα.
Es fácil generalizar cuando solo vemos algunos casos.
(Είναι εύκολο να γενικεύουμε όταν βλέπουμε μόνο μερικές περιπτώσεις.)
No debemos generalizar sobre las opiniones de los jóvenes.
(Δεν πρέπει να γενικεύουμε για τις απόψεις των νέων.)
Generalizar puede llevar a malentendidos.
(Η γενίκευση μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.)
Η λέξη “generalizar” χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Es un error generalizar a partir de un solo ejemplo.
(Είναι λάθος να γενικεύουμε βάσει ενός μόνο παραδείγματος.)
Generalizar sin información adecuada es irresponsable.
(Η γενίκευση χωρίς κατάλληλες πληροφορίες είναι ανεύθυνη.)
Debemos aprender a no generalizar cuando hablamos de cultura.
(Πρέπει να μάθουμε να μην γενικεύουμε όταν μιλάμε για πολιτισμό.)
Generalizar puede simplificar temas complejos.
(Η γενίκευση μπορεί να απλοποιήσει πολύπλοκα θέματα.)
El problema con generalizar es que podemos perder de vista los detalles importantes.
(Το πρόβλημα με τη γενίκευση είναι ότι μπορεί να χάσουμε τις σημαντικές λεπτομέρειες.)
Η λέξη “generalizar” προέρχεται από το λατινικό “generalis”, που σημαίνει “γενικός” και συνδέεται με τη διαδικασία του να εντάσσουμε εμπειρίες ή πληροφορίες σε πιο ευρείες κατηγορίες.
Συνώνυμα: - universalizar (καθιστώ παγκόσμιο) - ampliar (διευρύνω)
Αντώνυμα: - particularizar (καθορίζω, ειδικεύω) - especificar (διευκρινίζω)