Η λέξη "generoso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα άτομο που είναι γενναιόδωρο ή ευγενικό, συχνά αναφερόμενη σε άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να δώσουν ή να μοιραστούν χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα. Η λέξη έχει θετική χροιά και χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, προφορικό και γραπτό λόγο.
Η λέξη "generoso" είναι αρκετά συχνή και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε πιο επίσημα κείμενα.
Αυτός είναι πάντα γενναιόδωρος με τους φίλους του.
La generosidad es una cualidad que todos deberían tener.
Η γενναιοδωρία είναι μια ιδιότητα που θα έπρεπε να έχει ο καθένας.
Me sorprendió su gesto generoso al ayudar a los necesitados.
Η λέξη "generoso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο που έχει ευγενικές προθέσεις.)
Un gesto generoso
(Αναφέρεται σε μια πράξη καλοσύνης ή βοήθειας προς τους άλλους.)
Tener un espíritu generoso
(Εννοεί κάποιον που είναι πάντα πρόθυμος να προσφέρει βοήθεια.)
Actuar de manera generosa
Η λέξη "generoso" προέρχεται από το λατινικό “generosus”, που σημαίνει "αριστοκρατικός" ή "ευγενής", που επίσης συνδέεται με την έννοια του λαχνωτού, συμπεριλαμβάνοντας την ιδέα της αφθονίας και της γενναιοδωρίας.
Συνώνυμα: - Magnánimo - Altruista
Αντώνυμα: - Egoísta - Tacaño