Η λέξη "gentileza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [xen.tiˈle.θa]
Η λέξη "gentileza" αναφέρεται στην ευγένεια, την καλοσύνη ή την εξυπηρέτηση που προσφέρεται σε κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πράξεις ευγένειας ή θετικών προθέσεων, συνήθως σε κοινωνικές ή επαγγελματικές αλληλεπιδράσεις. Η χρήση της στη γλώσσα είναι κάπως ισορροπημένη μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, αν και μπορεί να συναντηθεί πιο συχνά σε γραπτές μορφές για να περιγράψει τη συμπεριφορά κάποιου.
La gentileza de su parte fue sorprendente.
(Η ευγένεια εκ μέρους σας ήταν εκπληκτική.)
Aprecio tu gentileza al ayudarme.
(Εκτιμώ την καλοσύνη σου που με βοήθησες.)
Η λέξη "gentileza" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Tener gentileza con alguien" σημαίνει να δείχνεις ευγένεια ή καλοσύνη σε κάποιον.
(Να δείχνεις ευγένεια σε κάποιον.)
"Es un gesto de gentileza" αναφέρεται σε ένα ευγενικό ή καλοσυνάτο χειρισμό ή κίνηση.
(Είναι μια πράξη ευγένειας.)
"Mostrar gentileza en situaciones difíciles" σημαίνει να δείχνεις καλοσύνη σε δύσκολες καταστάσεις.
(Να δείχνεις καλοσύνη σε δύσκολες καταστάσεις.)
"La gentileza no se olvida" σημαίνει πως η ευγένεια δεν ξεχνιέται.
(Η ευγένεια δεν ξεχνιέται.)
"Actuar con gentileza es una virtud" τονίζει ότι η δράση με ευγένεια είναι αρετή.
(Να ενεργείς με ευγένεια είναι αρετή.)
Η λέξη "gentileza" προέρχεται από το λατινικό "gentilis", που σημαίνει "γενναίος" ή "ευγενής". Η χρήση της έχει εξελιχθεί με το πέρασμα του χρόνου, με την έννοια της ευγένειας και της καλοσύνης να αναδεικνύεται κυρίως κατά την περίοδο του Ισπανικού Χρυσού Αιώνα.
Συνώνυμα: - amabilidad (καλοσύνη) - cortesía (ευγένεια)
Αντώνυμα: - grosería (αγένεια) - descortesía (αναισθησία)