Το "gentilicio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "gentilicio" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /xen.tiˈli.θjo/.
Η λέξη "gentilicio" αναφέρεται σε ένα όρο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εθνικότητα ή την καταγωγή ενός ατόμου, δηλαδή τη λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προέλευση από ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο ή μια χώρα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των κοινωνικών επιστημών και της γλωσσολογίας.
Το "gentilicio" χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που ασχολούνται με γεωγραφία, πολιτισμό ή κοινωνιολογία.
El gentilicio de los españoles es "español".
(Το εθνοτικό όνομα των Ισπανών είναι "ισπανός".)
En la clase de historia, aprendimos sobre el gentilicio de diferentes países.
(Στην ιστορία, μάθαμε για τα εθνοτικά ονόματα διαφορετικών χωρών.)
Cada gentilicio tiene su propia historia y significado.
(Κάθε εθνοτικό όνομα έχει τη δική του ιστορία και σημασία.)
Το "gentilicio" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό ή επίσημο λόγο και δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, παρακάτω ακολουθούν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με την έννοια του:
El gentilicio no solo refleja la nacionalidad, sino también la identidad cultural.
(Το εθνοτικό όνομα δεν αντικατοπτρίζει μόνο την υπηκοότητα, αλλά και την πολιτισμική ταυτότητα.)
La importancia del gentilicio en la literatura puede ser sorprendente.
(Η σημασία του εθνοτικού ονόματος στη λογοτεχνία μπορεί να είναι εκπληκτική.)
A menudo, el gentilicio provoca orgullo entre los ciudadanos.
(Συχνά, το εθνοτικό όνομα προκαλεί περηφάνια στους πολίτες.)
Η λέξη "gentilicio" προέρχεται από το λατινικό "gentilis", που σημαίνει "γενετικός" ή "σχετικός με ένα γένος". Στη λατινική γλώσσα, "gens", "gentis" αναφέρεται σε μια φυλή ή ένα γένος.