genuino - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

genuino (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "genuino" είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/genuˈino/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "genuino" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αυθεντικό, γνήσιο ή πραγματικό. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως "genuino", σημαίνει ότι δεν είναι ψεύτικο ή πλαστό. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε επίσημες ή νομικές καταστάσεις.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Este documento es genuino y tiene valor legal.
    (Αυτό το έγγραφο είναι γνήσιο και έχει νομική αξία.)

  2. Buscamos productos genuinos que sean sostenibles.
    (Ψάχνουμε γνήσια προϊόντα που είναι βιώσιμα.)

  3. La joyería que compré es genuina y hecha a mano.
    (Η κοσμηματοποιία που αγόρασα είναι αυθεντική και χειροποίητη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "genuino" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:

  1. Sentir algo genuino.
    (Νιώθω κάτι γνήσιο.)
  2. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει αληθινά συναισθήματα σε μια σχέση.

  3. Un interés genuino.
    (Ένα γνήσιο ενδιαφέρον.)

  4. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για κάτι ή κάποιον.

  5. Un debate genuino.
    (Μια γνήσια συζήτηση.)

  6. Αναφέρεται σε μια ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση, χωρίς υποκρισία.

  7. Conectar de manera genuina.
    (Να συνδεθείς με γνήσιο τρόπο.)

  8. Αναφέρεται στη δημιουργία αυθεντικών σχέσεων ή συνδέσεων.

  9. Una reacción genuina.
    (Μια γνήσια αντίδραση.)

  10. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αυθόρμητες και ειλικρινείς αντιδράσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "genuino" προέρχεται από τη λατινική λέξη "genuinus", που σημαίνει "καθαρός, γνήσιος, αυθεντικός". Η ρίζα της συνδέεται με την έννοια του να είναι κάτι αληθινό και χωρίς παραχωρήσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- autêntico (αυθεντικός)
- real (πραγματικός)
- verdadero (αληθινός)

Αντώνυμα:
- falso (ψεύτικος)
- simulado (προσομοιωμένος)
- engañoso (παραπλανητικός)



22-07-2024