Η λέξη "genuino" είναι ένα επίθετο.
/genuˈino/
Η λέξη "genuino" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αυθεντικό, γνήσιο ή πραγματικό. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως "genuino", σημαίνει ότι δεν είναι ψεύτικο ή πλαστό. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε επίσημες ή νομικές καταστάσεις.
Este documento es genuino y tiene valor legal.
(Αυτό το έγγραφο είναι γνήσιο και έχει νομική αξία.)
Buscamos productos genuinos que sean sostenibles.
(Ψάχνουμε γνήσια προϊόντα που είναι βιώσιμα.)
La joyería que compré es genuina y hecha a mano.
(Η κοσμηματοποιία που αγόρασα είναι αυθεντική και χειροποίητη.)
Η λέξη "genuino" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει αληθινά συναισθήματα σε μια σχέση.
Un interés genuino.
(Ένα γνήσιο ενδιαφέρον.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για κάτι ή κάποιον.
Un debate genuino.
(Μια γνήσια συζήτηση.)
Αναφέρεται σε μια ειλικρινή και ανοιχτή συζήτηση, χωρίς υποκρισία.
Conectar de manera genuina.
(Να συνδεθείς με γνήσιο τρόπο.)
Αναφέρεται στη δημιουργία αυθεντικών σχέσεων ή συνδέσεων.
Una reacción genuina.
(Μια γνήσια αντίδραση.)
Η λέξη "genuino" προέρχεται από τη λατινική λέξη "genuinus", που σημαίνει "καθαρός, γνήσιος, αυθεντικός". Η ρίζα της συνδέεται με την έννοια του να είναι κάτι αληθινό και χωρίς παραχωρήσεις.
Συνώνυμα:
- autêntico (αυθεντικός)
- real (πραγματικός)
- verdadero (αληθινός)
Αντώνυμα:
- falso (ψεύτικος)
- simulado (προσομοιωμένος)
- engañoso (παραπλανητικός)