gerencia - ουσιαστικό.
/xeˈɾenθja/
Η λέξη "gerencia" αναφέρεται στη διαδικασία της διοίκησης ή της διαχείρισης ενός οργανισμού, επιχείρησης ή οποιασδήποτε άλλης οργάνωσης. Χρησιμοποιείται ευρέως στον επιχειρηματικό και νομικό τομέα, καθώς συνδέεται με τη διαχείριση πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και στρατηγικών. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και συναντάται και στον προφορικό λόγο.
La gerencia de la empresa decidió implementar nuevos procesos.
(Η διοίκηση της επιχείρησης αποφάσισε να εφαρμόσει νέες διαδικασίες.)
Es importante que la gerencia mantenga una buena comunicación con los empleados.
(Είναι σημαντικό η διοίκηση να διατηρεί καλή επικοινωνία με τους υπαλλήλους.)
La gerencia del proyecto necesita más recursos para finalizar a tiempo.
(Η διαχείριση του έργου χρειάζεται περισσότερους πόρους για να ολοκληρωθεί εγκαίρως.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "gerencia" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"La gerencia tiene la última palabra."
(Η διοίκηση έχει τον τελευταίο λόγο.)
"La gerencia debe reaccionar rápidamente ante los cambios del mercado."
(Η διοίκηση πρέπει να αντιδρά γρήγορα στις αλλαγές της αγοράς.)
"Una buena gerencia es clave para el éxito de cualquier organización."
(Μια καλή διοίκηση είναι το κλειδί για την επιτυχία οποιασδήποτε οργάνωσης.)
"La gerencia se enfrenta a desafíos constantes en el mundo empresarial."
(Η διοίκηση αντιμετωπίζει συνεχείς προκλήσεις στον επιχειρηματικό κόσμο.)
"La gerencia de crisis es una habilidad muy valorada en el ámbito laboral."
(Η διαχείριση κρίσεων είναι μια πολύ αξιόλογη ικανότητα στον τομέα της εργασίας.)
Η λέξη "gerencia" προέρχεται από το λατινικό "gerere", που σημαίνει "να φέρνω" ή "να διαχειρίζομαι". Η εξέλιξή της στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα αντικατοπτρίζει την έννοια της διοίκησης και της διαχείρισης.
Συνώνυμα: - administración - gestión
Αντώνυμα: - desorganización - caos