germen είναι ένα ουσιαστικό.
germen [ˈχeɾmen]
Η λέξη germen χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε σπόρους ή μικρόβια, δηλαδή σε πράγματα που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης ή σε έννοιες που σχετίζονται με την έναρξη κάτι. Στο ιατρικό και βιολογικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται σε μικρόβια ή παθογόνα.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με περισσότερο βάρος στο γραπτό, ιδίως σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.
Ο σπόρος της ασθένειας μεταδίδεται μέσω του αέρα.
Al plantar el germen, espero ver una planta sana pronto.
Όταν φυτέψω τον σπόρο, ελπίζω σύντομα να δω ένα υγιές φυτό.
Los gérmenes pueden ocasionar infecciones repentinas.
Αν και η λέξη germen δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να σχετίζεται με φράσεις που αναφέρονται στην αρχή ή την αιτία κάποιου προβλήματος:
Ο σπόρος της διαφθοράς βρίσκεται στην έλλειψη διαφάνειας.
Identificar el germen del conflicto es el primer paso para resolverlo.
Η αναγνώριση του σπόρου της διαμάχης είναι το πρώτο βήμα για την επίλυσή της.
Cada idea innovadora tiene su germen en la curiosidad.
Η λέξη germen προέρχεται από το λατινικό "germen", το οποίο σήμαινε "σπόρος", "ανάπτυξη" ή "προέλευση".
Συνώνυμα: - semilla (σπόρος) - microbio (μικρόβιο)
Αντώνυμα: - exterminio (εξαφάνιση) - καθαρότητα (pureza)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια περιεκτική κατανόηση της λέξης germen στα Ισπανικά.