Germinal είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/hɛr.mi.nal/
Η λέξη "germinal" προέρχεται από το "germen," που σημαίνει "σπέρμα" ή "βλαστός." Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιολογικές, ιατρικές και ιστορικές αναφορές για να υποδηλώσει κάτι που σχετίζεται με την αρχική ανάπτυξη ή το σπέρμα. Στη γλώσσα των φυσικών επιστημών, «germinal» χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τα στάδια ανάπτυξης φυτών ή ακόμα και σε περιγραφές μικροβίων.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, ειδικά στα πλαίσια των επιστημών και της ιατρικής.
Η γερμαλική ανάλυση του κυττάρου επιτρέπει την κατανόηση της ανάπτυξής του.
La teoría germinal de la evolución es fundamental en biología.
Η λέξη "germinal" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποια παραδείγματα που την περιλαμβάνουν:
Ένα γερμαλικό σχέδιο μπορεί να μετατραπεί σε μια σπουδαία ιδέα.
Las semillas germinales de innovación están por todas partes.
Οι γερμαλικές σπόροι καινοτομίας είναι παντού.
El inicio germinal de la cultura se encuentra en la tradición.
Η λέξη "germinal" προέρχεται από τα λατινικά "germen," που σημαίνει "σπέρμα," "βλαστός" ή "βλαστός οργανισμός."
Συνώνυμα: - inicial - basal - fundamental
Αντώνυμα: - terminal - final - avanzado
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη επισκόπηση του όρου "germinal" στην ισπανική γλώσσα, αποσαφηνίζοντας την σημασία και τις χρήσεις του.