germinar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /xeɾ.miˈnaɾ/
Η λέξη germinar αναφέρεται στη διαδικασία του να αρχίσει κάτι να αναπτύσσεται ή να βλαστάνει, συχνά αναφερόμενη στους σπόρους που βλασταίνουν ή σε ιδέες ή σχέδια που αρχίζουν να αναπτύσσονται. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις και συχνότητα, κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε κοινούς διαλόγους σχετικά με τη γεωργία ή την ανάπτυξη ιδεών.
Οι σπόροι χρειάζονται νερό για να βλαστίσουν.
Es un buen momento para germinar nuevas ideas.
Είναι μια καλή στιγμή για να αναπτυχθούν νέες ιδέες.
El proyecto comenzó a germinar después de la reunión.
Η λέξη germinar χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ανάπτυξη ιδεών ή σχεδίων.
Εννοεί την αρχή της ανάπτυξης μιας νέας ιδέας.
Germinar en la mente
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πώς μια ιδέα αρχίζει να σχηματίζεται στη σκέψη κάποιου.
Dejar germinar los sueños
Σημαίνει να επιτρέψεις στα όνειρα ή στις επιθυμίες να αναπτυχθούν και να πραγματοποιηθούν.
Germinar un cambio
Η λέξη germinar προέρχεται από το λατινικό germinare, που σημαίνει "να βλαστήσει" ή "να αναπτυχθεί".
Συνώνυμα: - Brotar (να βλαστάνει) - Nacer (να γεννηθεί)
Αντώνυμα: - Morir (να πεθάνει) - Secar (να ξεραθεί)