Ρήμα
/gɛs.t͡ʃiˈnaɾ/
Η λέξη "gestionar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία διαχείρισης, οργάνωσης ή διεύθυνσης ενός έργου, μιας επιχείρησης, ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε επαγγελματικά και οικονομικά πλαίσια.
Είναι σημαντικό να διαχειρίζεσαι καλά τους πόρους της επιχείρησης.
Ella sabe gestionar su tiempo de manera eficaz.
Αυτή ξέρει να διαχειρίζεται τον χρόνο της με αποτελεσματικό τρόπο.
El gobierno necesita gestionar la crisis económica de forma urgente.
Η λέξη "gestionar" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε διαχείριση και οργάνωση.
Διαχειρίζομαι με προσοχή.
Gestionar el estrés.
Διαχειρίζομαι το άγχος.
Gestionar las expectativas.
Διαχειρίζομαι τις προσδοκίες.
Gestionar los conflictos.
Διαχειρίζομαι τις συγκρούσεις.
Cómo gestionar una crisis.
Πώς να διαχειριστώ μια κρίση.
Gestión del tiempo.
Η λέξη "gestionar" προέρχεται από το λατινικό "gestio", που σημαίνει "διαχείριση, πράξη για να κάνεις κάτι". Έχει διατηρήσει σχετική σημασία στην ισπανική γλώσσα, εστιάζοντας στη διαδικασία οργανωτικής διαχείρισης.
Συνώνυμα: - Administrar - Dirigir - Organizar
Αντώνυμα: - Abandonar - Desordenar - Improvisar