Το "gigantesco" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /xiɡanˈtes.ko/.
Η λέξη "gigantesco" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που έχει τεράστιες, γιγαντιαίες διαστάσεις ή έχει ένα πολύ μεγάλο μέγεθος. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο.
El dinosaurio que vimos en el museo era gigantesco.
Η δεινόσαυρος που είδαμε στο μουσείο ήταν γιγάντιος.
Su corazón es tan gigantesco como su bondad.
Η καρδιά του είναι τόσο γιγαντιαία όσο η καλοσύνη του.
El edificio nuevos es gigantesco y muy moderno.
Το νέο κτίριο είναι τεράστιο και πολύ μοντέρνο.
Η λέξη "gigantesco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να εκφράσει το μέγεθος ή τη σημασία κάποιου ζητήματος.
Hicieron un esfuerzo gigantesco para completar el proyecto a tiempo.
Έκαναν μια γιγαντιαία προσπάθεια για να ολοκληρώσουν το έργο εγκαίρως.
La deuda que tienen es gigantesca y difícil de pagar.
Το χρέος που έχουν είναι γιγαντιαίο και δύσκολο να αποπληρωθεί.
Su sueño de viajar por el mundo es gigantesco, pero lo intenta.
Το όνειρό του να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο είναι γιγαντιαίο, αλλά το προσπαθεί.
El impacto de la pandemia ha sido gigantesco en la economía.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας έχει υπήρξει γιγαντιαίος στην οικονομία.
Η λέξη "gigantesco" προέρχεται από το ουσιαστικό "gigante," που σημαίνει "γιγάντης" και έχει ρίζες στη λατινική λέξη "gigans," χρησιμοποιώντας το επίθημα "-esco" που δηλώνει ιδιότητα ή σχέση.
Συνώνυμα: - colosal (κολοσσιαίος) - mastodóntico (μαστοδοντικός) - ingente (πελώριος)
Αντώνυμα: - diminuto (μικροσκοπικός) - pequeño (μικρός) - minúsculo (μικρούλης)