Gimnasia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/gimˈnasja/
Η λέξη gimnasia αναφέρεται στη φυσική άσκηση ή την πρακτική διαφόρων δραστηριοτήτων που στοχεύουν στην ανάπτυξη της φυσικής κατάστασης, της ευλυγισίας και της δύναμης. Χρησιμοποιείται ευρέως στον αθλητισμό, τη φυσική αγωγή και τη ιατρική για να περιγράψει τις ασκήσεις που γίνονται για την υγεία και την ευεξία. Η συχνότητα χρήσης της είναι πολύ υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε πλαίσια που σχετίζονται με αθλητισμό και φυσική αγωγή.
La gimnasia es fundamental para mantener una buena salud.
(Η γυμναστική είναι θεμελιώδης για τη διατήρηση της καλής υγείας.)
Los estudiantes practican gimnasia en sus clases de educación física.
(Οι μαθητές ασκούνται στη γυμναστική στα μαθήματα φυσικής αγωγής τους.)
La gimnasia artística es muy popular en las competiciones.
(Η καλλιτεχνική γυμναστική είναι πολύ δημοφιλής σε διαγωνισμούς.)
Η λέξη gimnasia δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με τη φυσική άσκηση και τη διαμορφωμένη ζωή.
Hacer gimnasia por la mañana es una buena manera de empezar el día.
(Η γυμναστική το πρωί είναι μια καλή αρχή για την ημέρα.)
Es importante incluir gimnasia en nuestra rutina diaria.
(Είναι σημαντικό να συμπεριλάβουμε τη γυμναστική στην καθημερινή μας ρουτίνα.)
La gimnasia no solo mejora la condición física, sino también la salud mental.
(Η γυμναστική δεν βελτιώνει μόνο τη φυσική κατάσταση, αλλά και την ψυχική υγεία.)
Η λέξη gimnasia προέρχεται από τα Ελληνικά, συγκεκριμένα από την λέξη "γυμνασία" (gymnasia), που σημαίνει "εκπαίδευση μέσω άσκησης", και έχει επιρροές από τη λατινική λέξη gymnastica.
Συνώνυμα: - ejercicio (άσκηση) - deporte (άθλημα)
Αντώνυμα: - inacción (αδράνεια) - sedentarismo (καθιστική ζωή)