gimnasio είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ximˈnasjo/.
Η λέξη gimnasio αναφέρεται σε έναν χώρο ή κτήριο που είναι εξοπλισμένο για να παρέχει αθλητικές και γυμναστικές δραστηριότητες, όπως ασκήσεις, προπόνηση και συγκεκριμένες δραστηριότητες fitness. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιείται συχνότερα, καθώς οι άνθρωποι συζητούν για τις καθημερινές τους συνήθειες και την υγεία τους.
Voy al gimnasio todos los días.
(Πηγαίνω στο γυμναστήριο κάθε μέρα.)
El gimnasio está muy cerca de mi casa.
(Το γυμναστήριο είναι πολύ κοντά στο σπίτι μου.)
Me gusta hacer ejercicio en el gimnasio.
(Μου αρέσει να γυμνάζομαι στο γυμναστήριο.)
Η λέξη gimnasio μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές ιδιωματικές φράσεις που αναφέρονται κυρίως σε δραστηριότητες υγιεινής και φυσικής κατάστασης.
Ir al gimnasio es parte de mi rutina diaria.
(Το να πηγαίνω στο γυμναστήριο είναι μέρος της καθημερινής μου ρουτίνας.)
Hoy tengo que hacer una rutina intensa en el gimnasio.
(Σήμερα πρέπει να κάνω μια έντονη ρουτίνα στο γυμναστήριο.)
El gimnasio está lleno de gente por la tarde.
(Το γυμναστήριο είναι γεμάτο κόσμο το απόγευμα.)
Necesito motivación para ir al gimnasio.
(Χρειάζομαι κίνητρο για να πάω στο γυμναστήριο.)
Después de un largo día, me gusta relajarme en el gimnasio.
(Μετά από μια μακρά μέρα, μου αρέσει να χαλαρώνω στο γυμναστήριο.)
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "gumnasium" (γυμνάσιο), που αναφέρεται σε ένα χώρο όπου οι νέοι εκπαιδεύονται σωματικά, στηριζόμενη σε σωματική άσκηση και διαγωνισμούς.
Συνώνυμα: - fitness (φυσική κατάσταση) - centro de entrenamiento (κέντρο εκπαίδευσης)
Αντώνυμα: - sedentarismo (καθιστικός τρόπος ζωής) - inactividad (αδράνεια)