Το "gimotear" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /xi.moˈte.aɾ/
Η λέξη "gimotear" μπορεί να μεταφραστεί ως: - γρυλίζω - γουργούρισμα
Το "gimotear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει τον ήχο ή τη δράση του γρυλίσματος, συχνά σε σχέση με ζώα, όπως οι γάτες ή οι σκύλοι. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη και απαντάται κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτές μορφές, ειδικά σε λογοτεχνικά κείμενα ή διαλόγους.
Οι γάτες συνήθως γρυλίζουν όταν είναι σε οίστρο.
El perro empezó a gimotear por el dolor.
Ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει από τον πόνο.
Si el gato gimotea, significa que tiene hambre.
Η λέξη "gimotear" μπορεί να βρεθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, δείχνοντας συναισθήματα ή καταστάσεις:
Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια γάτα που γρυλίζει όλη τη νύχτα.
El que gimotea, no siempre está triste.
Αυτός που γρυλίζει δεν είναι πάντα λυπημένος.
Si no quieres que tu perro gimotee, asegúrate de que tenga suficiente ejercicio.
Αν δεν θέλεις ο σκύλος σου να γρυλίζει, βεβαιώσου ότι έχει αρκετή άσκηση.
Gimotear no es suficiente, a veces hay que actuar.
Το γρυλίσμα δεν είναι αρκετό, μερικές φορές πρέπει να δράσεις.
A veces, simplemente tenemos que escuchar a los que gimotean a nuestro alrededor.
Η λέξη "gimotear" προέρχεται από το ουσιαστικό "gimo", που σημαίνει γρυλισμός, το οποίο με τη σειρά του έχει τις ρίζες του σε λατινικά και αρχαία ισπανικά αποσπάσματα που περιγράφουν ήχους που προέρχονται από ζώα.
Συνώνυμα: - gurrir (γουργούρισμα) - quejarse (παραπονιέμαι)
Αντώνυμα: - silenciar (σιωπώ) - callar (γίνομαι σιωπηλός)