Gobernante είναι ένα ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [ɡoβeɾˈnante]
Η λέξη gobernante αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που ασκεί εξουσία και διαχείριση σε έναν οργανισμό ή μια πολιτική οντότητα, όπως είναι μια κυβέρνηση ή μια επιχείρηση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που έχουν έναν κυβερνητικό ρόλο ή είναι υπεύθυνα για αποφάσεις που επηρεάζουν μια κοινωνία. Η χρήση της ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο, αλλά εμφανίζεται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, με έμφαση σε πολιτικές συζητήσεις.
Ο κυβερνήτης αποφάσισε να εφαρμόσει νέες οικονομικές πολιτικές.
Los ciudadanos esperan un gobernante que escuche sus necesidades.
Η λέξη gobernante χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Gobernante de facto - ένας κυβερνήτης που κατέχει την εξουσία χωρίς επίσημο τίτλο. - Ejemplo: El gobernante de facto ha alterado la constitución para mantenerse en el poder. - Μετάφραση: Ο κυβερνήτης de facto έχει τροποποιήσει το σύνταγμα για να παραμείνει στην εξουσία.
Μετάφραση: Ο φιλάνθρωπος κυβερνήτης νοιάζεται πάντα για την ευημερία του λαού του.
Gobernante autoritario - ένας κυβερνήτης που ασκεί αυταρχική εξουσία.
Η λέξη gobernante προέρχεται από το ρήμα "gobernar," που σημαίνει να κυβερνάς, και έχει τις ρίζες της στα Λατινικά: "gubernare."
Συνώνυμα: - Líder (ηγέτης) - Mandatario (εντολοδόχος)
Αντώνυμα: - Subordinado (υπόκυπτος) - Oprimido (καταπιεσμένος)