Το "goce" (ισπανικά) είναι ουσιαστικό.
[m̪o̞θ̪e̞]
Η λέξη "goce" αναφέρεται στην εμπειρία της απόλαυσης ή της χαράς. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει συναισθήματα ευτυχίας ή ευχαρίστησης, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς, από την καθημερινή ομιλία έως το νόμο όταν μιλάμε για ευχαρίστηση ή επιβράβευση.
Η χρήση της λέξης "goce" είναι περισσότερο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό. Αν και μπορεί να βρεθεί σε γραπτά κείμενα, ο τόνος της λέξης είναι πιο ελεύθερος και μεταφορικός όταν χρησιμοποιείται προφορικά.
Η απόλαυση της μουσικής είναι απερίγραπτη.
El goce que sentí al ver la pintura fue increíble.
Η λέξη "goce" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που σχετίζονται με την απόλαυση και τη χαρά:
Να απολαμβάνεις μια απόλαυση.
Sacar el goce de una situación.
Να αντλήσεις απόλαυση από μια κατάσταση.
Hacer algo por goce.
Να κάνεις κάτι από απόλαυση.
Llegar al goce pleno.
Να φτάσεις στην απόλυτη ευχαρίστηση.
El goce compartido es el doble de lo que se siente solo.
Η λέξη "goce" προέρχεται από το λατινικό "gudere", που σημαίνει να απολαμβάνεις ή να χαίρεσαι. Με τον καιρό, η λέξη έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα διατηρώντας την αρχική της έννοια.
Συνώνυμα: - placer (ευχαρίστηση) - alegría (χαρά) - deleite (ευχαρίστηση)
Αντώνυμα: - sufrimiento (πάθος) - desagrado (δυσφορία) - tristeza (λειτουργία)