Ρήμα/Ουσιαστικό
/ˈɡo.ðo/
Η λέξη "godo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα και έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Σημαίνει γενικά κάποιον που είναι ευχάριστος ή πως πάει καλά. Στην αργκό, μπορεί να έχει πιο αρνητικές αποχρώσεις, αναφερόμενη σε κάποιον που εμπλέκεται σε σεξουαλικές δραστηριότητες, και χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις που περιγράφουν άτομα που είναι ευχάριστα αποδεκτά από άλλους.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στον προφορικό λόγο, ενώ στο γραπτό πλαίσιο μπορεί να είναι λιγότερο κοινή.
Θείε, μου αρέσει να βγαίνω μαζί σου.
El tipo es un godo en la fiesta.
Ο τύπος είναι πολύ καλός στο πάρτι.
No seas un godo y ven a ayudarme.
Αυτός θεωρεί ότι είναι πολύ καλός τη νύχτα.
No puedes ser un godo en su cumpleaños.
Δεν μπορείς να είσαι κακός στα γενέθλια του.
Si sigues así, serás el godo del grupo.
Αν συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις ο αστείος της παρέας.
Ella es muy goda cuando se ríe.
Αυτή είναι πολύ χαρούμενη όταν γελάει.
Nunca he visto a un godo tan aventurero.
Η λέξη "godo" έχει τις ρίζες της στη Λατινική γλώσσα, πιθανώς προερχόμενη από τη λέξη "gothus", που σημαίνει "Γότθος". Ο όρος έχει εξελιχθεί κατά την πορεία των αιώνων και υιοθετήθηκε σε διάφορες τοπικές διαλέκτους.
Συνώνυμα: - Genial (φοβερός) - Divertido (διασκεδαστικός)
Αντώνυμα: - Aburrido (βαρετός) - Malvado (κακός)
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "godo" στην ισπανική γλώσσα και τα συμφραζόμενά της.