Η λέξη "golfa" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ενέργεια του να παίζει κάποιος γκολφ. Χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικό λόγο και εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις μεταξύ ατόμων που ασχολούνται με τον αθλητισμό ή σε κοινωνικές περιστάσεις.
Él golfa los fines de semana con sus amigos.
(Αυτός παίζει γκολφ τα Σαββατοκύριακα με τους φίλους του.)
Ella quiere aprender a golfa este verano.
(Αυτή θέλει να μάθει να παίζει γκολφ το καλοκαίρι.)
Nosotros golfa en el club de golf local.
(Εμείς παίζουμε γκολφ στο τοπικό γκολφ κλαμπ.)
Η λέξη "golfa" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη για να σχηματίσει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με τον αθλητισμό:
'Golfa como un profesional'
(Παίζει γκολφ σαν επαγγελματίας.)
'El día perfecto para golfa'
(Η τέλεια μέρα για να παίξεις γκολφ.)
'Él sueña con golfa en los mejores campos'
(Αυτός ονειρεύεται να παίζει γκολφ στα καλύτερα γήπεδα.)
Η λέξη "golfa" προέρχεται από το ρήμα "golfar", που σχετίζεται με το άθλημα του γκολφ, το οποίο εισήχθη στην Ισπανία από την Αγγλία και σκιαγραφεί την πράξη της συμμετοχής στο άθλημα.