Η λέξη "goma" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "goma" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈɡoma/.
Η λέξη "goma" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφέρεται σε υλικά που έχουν ελαστικότητα, όπως το λάστιχο ή τη γόμα που χρησιμοποιείται για σβήσιμο γραφής. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται συνήθως και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, ανάλογα με το context.
La goma de mi coche está pinchada.
(Το λάστιχο του αυτοκινήτου μου είναι σπασμένο.)
Necesito una goma para borrar este error.
(Χρειάζομαι μια γόμα για να σβήσω αυτό το λάθος.)
Compré una goma para inflar los neumáticos.
(Αγόρασα μια αντλία για να φουσκώσω τα λάστιχα.)
Η λέξη "goma" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Estar como una goma.
(Είμαι σαν λάστιχο.)
Σημαίνει να είσαι πολύ ευέλικτος ή να μπορείς να προσαρμοστείς.
Goma de borrar.
(Γόμα σβησίματος.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη γόμα που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο των μολυβιών.
Poner goma.
(Βάζω λάστιχο.)
Σημαίνει να αντιμετωπίζεις μια κατάσταση με προσοχή ή ευστροφία.
Ser una goma.
(Να είσαι λάστιχο.)
Σημαίνει να είσαι άτομο που δεν έχει σταθερές απόψεις ή αποφάσεις.
Goma de mascar.
(Τσίχλα.)
Αναφέρεται σε τσίχλες που μπορείς να μασήσεις.
Η λέξη "goma" προέρχεται από τη λαντινική λέξη "gumma," η οποία αναφερόταν σε ρητίνες και ελαστικά υλικά.
caucho (καουτσούκ)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη επισκόπηση της λέξης "goma" στα Ισπανικά.