Gorro είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡoro/
Η λέξη gorro αναφέρεται σε ένα καπέλο ή σκούφο, συνήθως χωρίς μεταξωτό ή σκληρό κέλυφος, που φοριέται κυρίως για ζεστασιά ή ως μόδα. Χρησιμοποιείται συχνά στα Ισπανικά, ιδιαίτερα σε προφορικές συνομιλίες, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά πλαίσια.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον καιρό, τις εποχές ή τη μόδα.
Μου αρέσει να φοράω σκούφο το χειμώνα.
Ella compró un gorro nuevo para la fiesta.
Η λέξη gorro χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Μην μου βγάζεις το σκουφάκι! (Εκφράζει την αγανάκτηση όταν κάποιος αρχίζει να ανακατεύει σε προσωπικά θέματα.)
Siempre tiene un gorro bajo la manga.
Πάντα έχει ένα καπέλο κάτω από το μανίκι. (Δηλώνει ότι κάποιος έχει κρυφά σχέδια ή κύρους.)
Llevo el gorro de marinero.
Φοράω το ναυτικό καπέλο. (Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος φοράει ένα συγκεκριμένο στυλ ή κατηγορία καπέλου.)
Eres un gorro en la fiesta.
Είσαι ένα σκουφάκι στη γιορτή. (Σημαίνει ότι ο κάποιος δεν είναι ιδιαίτερα ενεργός ή εντυπωσιασμένος σε μια κοινωνική εκδήλωση.)
El gorro de la suerte.
Η λέξη gorro προέρχεται από την αραβική λέξη "قُرْطُس" (qurtus), η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στις ρωμαϊκές γλώσσες και διατήρησε την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - Sombreo (καπέλο) - Tapabocas (σκούφος)
Αντώνυμα: - Descubrir (να ξεσκεπάζεις) - Desnudo (γυμνός χωρίς κάλυψη)