Η λέξη "gota" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/gota/
Η λέξη "gota" χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφέρεται σε μια σταγόνα υγρού (π.χ. σταγόνα νερού ή σταγόνα αίματος). Στον ιατρικό τομέα, η "gota" μπορεί να αναφέρεται και στη νόσο της γοφού, μια κατάσταση που σχετίζεται με την εναπόθεση κρυστάλλων ουρικού οξέος στις αρθρώσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "gota" είναι αρκετά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται καθημερινά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Στο τραπέζι υπάρχει μια σταγόνα νερού.
La gota de sangre en el pañuelo era preocupante.
Η λέξη "gota" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν χρειάζεται να κλαις για το χυμένο γάλα, μια σταγόνα δεν αλλάζει τίποτα.
Una gota puede hacer desbordar el vaso.
Μια σταγόνα μπορεί να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Gota a gota se llena el vaso.
Σταγόνα-σταγόνα γεμίζει το ποτήρι.
La gota que colmó el vaso fue su indiferencia.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η αδιαφορία του.
A veces una pequeña gota de optimismo puede cambiar todo.
Η λέξη "gota" προέρχεται από το λατινικά "gutta", που σημαίνει σταγόνα.
“gotita” (μικρή σταγόνα)
Αντώνυμα: