Η λέξη "grado" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "grado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈɡɾa.ðo/
Η λέξη "grado" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - βαθμός (σε ακαδημαϊκό ή μετρικό πλαίσιο) - επίπεδο - κλάση
Η λέξη "grado" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση (όπου αναφέρεται σε ακαδημαϊκή βαθμίδα ή επίπεδο), στις φυσικές επιστήμες (όταν αναφερόμαστε σε βαθμούς θερμοκρασίας ή τύπους μετρήσεων), καθώς και σε άλλες επιστήμες.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς προέρχεται από ένα κοινό ακαδημαϊκό και καθημερινό λεξιλόγιο. Η χρήση της είναι αξιοσημείωτη στον προφορικό λόγο καθώς επίσης και στο γραπτό πλαίσιο.
El grado de dificultad de este examen es alto.
(Ο βαθμός δυσκολίας αυτής της εξέτασης είναι υψηλός.)
Estudia en el grado superior de la escuela.
(Σπουδάζει στην ανώτερη τάξη του σχολείου.)
El agua hierve a 100 grados Celsius.
(Το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου.)
Η λέξη "grado" είναι επίσης παρούσα σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Ejemplo: Este proyecto se ha llevado a otro grado de ejecución.
(Αυτό το έργο έχει προχωρήσει σε άλλο επίπεδο εκτέλεσης.)
En su justo grado.
(Σημαίνει "σε σωστό βαθμό" ή "σε σωστή ποσότητα", επικροτώντας την ισορροπία.)
Ejemplo: Debemos añadir sal en su justo grado.
(Πρέπει να προσθέσουμε αλάτι στην κατάλληλη ποσότητα.)
Grado de libertad.
(Χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική και τη στατιστική για να περιγράψει τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να κινηθεί ένα σύστημα ή να στοιβαχτούν δεδομένα.)
Η λέξη "grado" προέρχεται από το Λατινικό "gradus", που σημαίνει "σκαλοπάτι" ή "στάδιο". Αυτή η ρίζα αντικατοπτρίζει την έννοια της προόδου ή της κατάταξης σε στάδια ή επίπεδα.
Συνώνυμα: - nivel (επίπεδο) - clasificador (κατηγοριοποιητής)
Αντώνυμα: - descenso (πτώση) - disminución (μείωση)
Η λέξη "grado" έχει ευρείες εφαρμογές και είναι ένας σημαντικός όρος σε πολλές γλώσσες και πεδία.