Η λέξη "gradual" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι: /ɡɾaˈðwal/.
Η λέξη "gradual" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που εξελίσσεται ή αλλάζει με αργό και σταδιακό τρόπο, αντί να συμβαίνει ξαφνικά ή απότομα. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιστάσεις, από τις καθημερινές συζητήσεις έως τις επιστημονικές ή οικονομικές αναλύσεις. Συχνά χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που αναφέρονται σε διαδικασίες ή αλλαγές που συμβαίνουν στο χρόνο.
La implementación de nuevas políticas es un proceso gradual.
(Η εφαρμογή των νέων πολιτικών είναι μια σταδιακή διαδικασία.)
El aprendizaje de un nuevo idioma debe ser gradual para ser efectivo.
(Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας πρέπει να είναι σταδιακή για να είναι αποτελεσματική.)
Η λέξη "gradual" δεν εμφανίζεται συνήθως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που αναφέρονται σε σταδιακές διαδικασίες.
El crecimiento de la flora en la región es gradual con el tiempo.
(Η ανάπτυξη της χλωρίδας στην περιοχή είναι σταδιακή με την πάροδο του χρόνου.)
La recuperación del paciente fue gradual, pero alentadora.
(Η ανάρρωση του ασθενούς ήταν σταδιακή, αλλά ενθαρρυντική.)
En la educación, un enfoque gradual permite a los estudiantes asimilar mejor la información.
(Στην εκπαίδευση, μια σταδιακή προσέγγιση επιτρέπει στους μαθητές να αφομοιώνουν καλύτερα τις πληροφορίες.)
Η λέξη "gradual" προέρχεται από το λατινικό "gradualis", που σημαίνει "πορεία" ή "στάδιο", το οποίο σχετίζεται με το "gradus" που σημαίνει "βάθρο" ή "στάδιο".
Συνώνυμα: - progresivo - paulatino
Αντώνυμα: - abrupto - súbito