Ρήμα
/ɡɾaˈðwaɾ/
Η λέξη "graduar" σημαίνει την ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, κυρίως σε σχολές ή πανεπιστήμια, που οδηγεί στην αποφοίτηση ή την απονομή πτυχίου. Χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά και νομικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστολές, αναφορές και ακαδημαϊκά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Ella se graduó el año pasado de la universidad.
(Αυτή αποφοίτησε πέρυσι από το πανεπιστήμιο.)
El profesor graduará a los estudiantes después de completar el curso.
(Ο καθηγητής θα αποφοίτησε τους μαθητές μετά την ολοκλήρωση του μαθήματος.)
La ceremonia de graduación será en junio.
(Η τελετή αποφοίτησης θα γίνει τον Ιούνιο.)
Η λέξη "graduar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ειδικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση.
Ιδιωματικές εκφράσεις:
- Graduarse con honores es un gran logro.
(Η αποφοίτηση με τιμητικές διακρίσεις είναι μια μεγάλη επιτυχία.)
Estoy en proceso de graduarme y tengo mucha ansiedad.
(Είμαι στη διαδικασία αποφοίτησης και έχω πολύ άγχος.)
Su sueño es graduarse y conseguir un buen trabajo.
(Το όνειρό του είναι να αποφοίτησει και να αποκτήσει μια καλή δουλειά.)
Η λέξη "graduar" προέρχεται από το Λατινικό "graduare", που σημαίνει να προχωρώ, να καθορίζω ή να κατατάσσω. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως για την εκπαίδευση.
Συνώνυμα: - Concluir (να ολοκληρώσω) - Obtener un título (να αποκτήσω πτυχίο)
Αντώνυμα: - Abandonar (να εγκαταλείψω) - Desaprobar (να αποτύχω)