gran - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

gran (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "gran" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gran" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ɡɾan/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "gran" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μεγάλος" ή "σημαντικός", ανάλογα με το context.

Σημασία και χρήση

Η λέξη "gran" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει κάτι που είναι μεγάλο ή σημαντικό. Συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικό λόγο και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο. Η φράση "gran" συχνά συνοδεύεται από ουσιαστικά για να προσδώσει έμφαση στη σημασία ή το μέγεθος του αντικειμένου που περιγράφει.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στις δύο περιστάσεις (προφορικά και γραπτά).

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Ella es una gran artista."
    "Αυτή είναι μια σπουδαία καλλιτέχνης."

  2. "Hicimos una gran fiesta el sábado."
    "Κάναμε μια μεγάλη γιορτή το Σάββατο."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "gran" χρησιμοποιείται σε πολλές καθιερωμένες εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:

  1. "Una gran oportunidad"
    "Μια σπουδαία ευκαιρία."

  2. "Gran parte de la comunidad"
    "Μεγάλο μέρος της κοινότητας."

  3. "Un gran logro"
    "Μια σπουδαία επιτυχία."

  4. "Gran diferencia"
    "Μεγάλη διαφορά."

  5. "Todo lo que es gran"
    "Όλα όσα είναι μεγάλα."

Ετυμολογία

Η λέξη "gran" προέρχεται από την λατινική λέξη "grandem", που σημαίνει "μεγάλος". Στα Ισπανικά, η λέξη είναι μια μορφή που προκύπτει από την απλοποίηση της λέξης "grande" (μεγάλος) όταν χρησιμοποιείται πριν από ένα ουσιαστικό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Grande (μεγάλος) - Importante (σημαντικός)

Αντώνυμα: - Pequeño (μικρός) - Irrelevante (ασήμαντος)



22-07-2024