Η λέξη "grana" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈɡɾana]
Η λέξη "grana" αναφέρεται γενικά σε μικρούς σπόρους, κόκκους ή καρπούς. Στη βοτανική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις σπόρους ορισμένων φυτών. Στη ζώολογία, μπορεί να αναφέρεται σε κόκκους ή λεπτές δομές σε ζωντανά οργανισμούς. Στη γενική χρήση, η λέξη συναντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνότητα που κυμαίνεται ανάλογα με το πλαίσιο.
Οι σπόροι του καρπουζιού είναι πολύ θρεπτικοί.
Debes elegir las granas con cuidado al plantar.
(Σημασία: Οτιδήποτε έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του.)
Hacer granas de un grano.
(Σημασία: Να επεκτείνεις κάτι μικρό σε κάτι μεγαλύτερο.)
Grana que no planto, grana que no cosecho.
Η λέξη "grana" προέρχεται λατινικά από τη λέξη "granum," που σημαίνει "σπόρος" ή "κόκκος".
Συνώνυμα: - Semilla (σπόρος) - Grano (κόκκος)
Αντώνυμα: - Pérdida (απώλεια) - Destrucción (καταστροφή)