Η λέξη "granate" είναι ουσιαστικό.
/ɡɾaˈna.te/
Η λέξη "granate" αναφέρεται σε μια ομάδα ορυκτών που ανήκουν στην κλάση των πυριτικών ορυκτών. Χρησιμοποιείται συχνά στη γεωλογία και τη μεταλλολογία για να περιγράψει τις διάφορες ποικιλίες γρανάτη, οι οποίες είναι γνωστές για την σκληρότητά τους και τη χρήση τους ως πέτρες κοπής και εκλεπτυσμένα διαμάντια. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, με σχετική συχνότητα και στις δύο μορφές, αλλά κυρίως στο γραπτό πλαίσιο.
El granate es un mineral que se utiliza en joyería.
(Ο γρανάτης είναι ένα ορυκτό που χρησιμοποιείται στη κοσμηματοποιία.)
Los granates pueden encontrarse en muchas formaciones geológicas.
(Οι γρανάτες μπορούν να βρεθούν σε πολλές γεωλογικές σχηματισμούς.)
Η λέξη "granate" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να συμμετέχει σε κάποιες τοπικές φράσεις σχετικές με γεωλογία ή κοσμήματα:
Tener un corazón de granate.
(Να έχεις μία καρδιά από γρανάτη.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σταθερός ή ανθεκτικός.
Brillar como un granate.
(Να λάμπεις όπως του γρανάτη.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ομορφιά ή την αίγλη κάποιου ή κάποιου πράγματος.
Ser más duro que un granate.
(Να είσαι πιο σκληρός από ένα γρανάτη.) - Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την αντίσταση κάποιου στις δυσκολίες.
Η λέξη "granate" προέρχεται από το λατινικό "granatum", που σημαίνει "ρόδι" λόγω της ομοιότητας της μορφής των σπόρων του ροδιού με τους κρυστάλλους γρανάτη.
Συνώνυμα: - gema (πετράδι) - piedra preciosa (πολύτιμος λίθος)
Αντώνυμα: - mineral suave (μαλακό ορυκτό) - común (συνηθισμένο)
Η χρήση της λέξης "granate" είναι κυρίως εξειδικευμένη και εύκολα αναγνωρίσιμη στους τομείς της κοσμηματοποιίας και της γεωλογίας.