Η λέξη "granel" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "granel" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ɡɾaˈnel/.
Η λέξη "granel" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "χονδρική" ή "με το κιλό", αναφερόμενη συχνά σε προϊόντα που πωλούνται σε μεγάλες ποσότητες.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "granel" αναφέρεται κυρίως σε προϊόντα που πωλούνται σε χύδην μορφή ή χονδρική. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστήματα που προσφέρουν τρόφιμα, όπως σπόροι, ξηροί καρποί ή καρυκεύματα, χωρίς συσκευασία. Η χρήση της είναι συχνή στον προφορικό λόγο, καθώς και στο γραπτό, ειδικά σε εμπορικά συμφραζόμενα.
Compré arroz a granel en la tienda de alimentos.
(Αγόρασα ρύζι χύδην στο κατάστημα τροφίμων.)
Es más económico comprar a granel que en paquetes.
(Είναι πιο οικονομικό να αγοράζεις χύδην παρά σε πακέτα.)
Η λέξη "granel" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να φανεί σε εκφράσεις που σχετίζονται με την αγοραστική συνήθεια:
Mucho ojo con la calidad de lo que compras a granel.
(Προσοχή με την ποιότητα των προϊόντων που αγοράζεις χύδην.)
Comprar a granel te permite elegir la cantidad que realmente necesitas.
(Η αγορά χύδην σου επιτρέπει να επιλέξεις την ποσότητα που πραγματικά χρειάζεσαι.)
La filosofía de "menos envasado, más a granel" promueve el consumo responsable.
(Η φιλοσοφία του "λιγότερη συσκευασία, περισσότερη χύδην" προάγει την υπεύθυνη κατανάλωση.)
Η προέλευση της λέξης "granel" μπορεί να εντοπιστεί στην παλιότερη ισπανική λέξη "grano", που σημαίνει "κόκκος" ή "σπόρος". Το "granel" παραπέμπει στην ιδέα του πωλείν προϊόντα που είναι ελεύθερα ή που πωλούνται με βάση τα κόκκους.
Συνώνυμα: - A granel (χιλιάδες) - Al por mayor (χονδρική)
Αντώνυμα: - Envasado (συσκευασμένο) - Al detalle (ανά μονάδα / λιανική)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια καλή κατανόηση της λέξης "granel" στη γλώσσα Ισπανικά και τη χρήση της στο καθημερινό λεξιλόγιο.