Granero είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [ɡɾaˈneɾo]
Η λέξη granero αναφέρεται σε μία αποθήκη ή δομή που χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει σιτηρά, κυρίως σιτάρι ή άλλα σπόρους. Χρησιμοποιείται συχνά στη γεωργία και τη γεωργική βιομηχανία. Είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν γεωργικές πρακτικές.
Ο αχυρώνας είναι γεμάτος σιτάρι.
Necesitamos construir un granero más grande.
Χρειαζόμαστε να χτίσουμε έναν μεγαλύτερο αχυρώνα.
Los graneros antiguos son una parte importante de nuestra herencia cultural.
Η λέξη granero μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη γεωργία και την αποθήκευση αγαθών. Ορισμένες παραδείγματα:
Μετά από τόσες ώρες στον αχυρώνα, είμαι εξαντλημένος.
"Granero de la comida" (Αχυρώνας της τροφής) αναφέρεται σε μια περιοχή ή χώρα που είναι γνωστή για την παραγωγή τροφίμων.
Η χώρα μας είναι ο αχυρώνας της τροφής της Ευρώπης.
"Revisar el granero" (Να ελέγξεις τον αχυρώνα) σημαίνει να ελέγξεις προσεκτικά μια κατάσταση ή να αναθεωρήσεις κάτι.
Η λέξη granero προέρχεται από το λατινικό "granarium," που σημαίνει "αποθήκη σπόρων."
Συνώνυμα:
- Almacen (αποθήκη)
- Silos (σίλοι)
Αντώνυμα:
- Desierto (έρημος)
- Vacío (κενό)