Granizado είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ɡɾaniˈθaðo] (στην Ισπανία) ή [ɡɾaniˈzado] (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη granizado αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος παγωμένου ροφήματος που παρασκευάζεται με θρυμματισμένο πάγο και γλυκαντικό, όπως σιρόπι φρούτων. Χρησιμοποιείται κυρίως στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συνομιλίες στην καλοκαιρινή περίοδο.
Me encanta el granizado de limón.
Μου αρέσει η γρανίτα λεμονιού.
En verano, todos disfrutan de un granizado refrescante.
Το καλοκαίρι, όλοι απολαμβάνουν μια δροσερή γρανίτα.
En la playa, venden granizados de varios sabores.
Στην παραλία, πωλούν γρανίτες διάφορων γεύσεων.
Η λέξη granizado δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συχνά χρησιμοποιείται σε φράσεις που σχετίζονται με την καλοκαιρινή δροσιά ή την ευχαρίστηση από δροσερά ροφήματα.
¡Con este granizado, el calor ya no importa!
Με αυτήν την γρανίτα, η ζέστη δεν έχει σημασία πια!
Un granizado es la mejor manera de combatir el calor.
Μια γρανίτα είναι ο καλύτερος τρόπος να πολεμήσεις τη ζέστη.
No hay nada mejor que un granizado en un día soleado.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια γρανίτα σε μια ηλιόλουστη μέρα.
El granizado de fresa es mi favorito durante el verano.
Η γρανίτα φράουλας είναι η αγαπημένη μου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Los niños hacen fila para comprar un granizado.
Τα παιδιά κάνουν ουρά για να αγοράσουν μια γρανίτα.
Η λέξη granizado προέρχεται από το ισπανικό ρήμα granizar, που σημαίνει "να σπάσει σε κομμάτια" ή "να δημιουργήσει κόκκους". Σημαίνει ότι ο πάγος που χρησιμοποιείται σε αυτό το ρόφημα συνθλίβεται σε μικρές νιφάδες.