Το "granizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ɡɾaniˈθaɾ/
Η λέξη "granizar" αναφέρεται στην εκδήλωση του καιρού όπου το χαλάζι πέφτει από τον ουρανό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιγραφές καιρικών φαινομένων και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε γραπτές αναφορές για την πρόγνωση του καιρού.
La tormenta comenzó a granizar en la tarde.
(Η καταιγίδα άρχισε να ρίχνει χαλάζι το απόγευμα.)
En algunas regiones, suele granizar en invierno.
(Σε ορισμένες περιοχές, συνήθως ρίχνει χαλάζι το χειμώνα.)
Esperamos que no granice durante el evento al aire libre.
(Ελπίζουμε ότι δεν θα ρίξει χαλάζι κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στον ύπαιθρο.)
Η λέξη "granizar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές εννοιές σε περιβάλλοντα που συζητούν τις δυσκολίες ή τις προκλήσεις, παρομοιάζοντας μια δύσκολη κατάσταση με την πτώση του χαλαζιού.
Cuando las cosas empiezan a granizar, es mejor estar preparado.
(Όταν τα πράγματα αρχίζουν να ρίχνουν χαλάζι, είναι καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος.)
Si graniza, los planes cambiarán, así que ten un plan B.
(Αν ρίξει χαλάζι, τα σχέδια θα αλλάξουν, οπότε να έχεις ένα σχέδιο Β.)
Es difícil trabajar cuando empieza a granizar en la ciudad.
(Είναι δύσκολο να δουλέψεις όταν αρχίζει να ρίχνει χαλάζι στην πόλη.)
Η λέξη "granizar" προέρχεται από το "granizo", που σημαίνει "χαλάζι", με ρίζες στα Λατινικά. Συνδέεται με τη λέξη "granum", που σημαίνει "κόκκος", αναφερόμενη στα μικρά κομμάτια πάγου που σχηματίζουν το χαλάζι.