Granja είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡɾan.xa/
Η λέξη granja αναφέρεται σε ένα χώρο ή κτήριο όπου ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, συνήθως με σκοπό την παραγωγή προϊόντων όπως τρόφιμα, γάλα, κρέας, και άλλα αγροτικά προϊόντα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γεωργία και την οικονομία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς είναι συνηθισμένη σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως σε αγροτικές και οικονομικές συζητήσεις.
La granja produce leche y huevos.
(Η φάρμα παράγει γάλα και αυγά.)
Ella trabaja en una granja de verduras.
(Εκείνη εργάζεται σε μια φάρμα λαχανικών.)
Los niños visitaron la granja para aprender sobre los animales.
(Τα παιδιά επισκέφθηκαν την φάρμα για να μάθουν για τα ζώα.)
Η λέξη granja χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε φράσεις που σχετίζονται με τη ζωή στην ύπαιθρο ή δραστηριότητες αγροτικής φύσης.
Nos gustaría hacer granja en este terreno.
(Θα θέλαμε να δημιουργήσουμε μια φάρμα σε αυτό το οικόπεδο.)
Granja escolar (σχολική φάρμα)
La granja escolar permite a los niños aprender de la naturaleza.
(Η σχολική φάρμα επιτρέπει στα παιδιά να μάθουν για τη φύση.)
Granja de animales (φάλαινα ζώων)
La granja de animales tiene caballos, vacas y ovejas.
(Η φάρμα ζώων έχει άλογα, αγελάδες και πρόβατα.)
Granja ecológica (οικολογική φάρμα)
Η λέξη granja προέρχεται από το λατινικό "grangia", που σχετίζεται με χώρους αποθήκευσης σιτηρών και αγροτικών προϊόντων.
Συνώνυμα: - Granja → κοντινές λέξεις: explotación (εκμετάλλευση), finca (κτηνοτροφείο)
Αντώνυμα: - Granja έχει λίγα άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετη έννοια με λέξεις όπως ciudad (πόλη) ή urbano (αστικός), που σχετίζονται με αστικά περιβάλλοντα.