Ρήμα
/ɡɾanˈxeɾ/
Η λέξη "granjear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά και σημαίνει την πράξη του να αποκτάς κάτι, συνήθως με την έννοια της κερδισμένης ωφέλειας ή του να πετυχαίνεις μια σημαντική κατάσταση. Συνδέεται συχνά με την απόκτηση ή την εξασφάλιση προνομίων ή οφελών, είτε σε οικονομικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή και εμφανίζεται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των πελατών.
Los estudiantes tratan de granjear buenas notas.
Η λέξη "granjear" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
Εξήγηση: Σημαίνει να αποκτάς τις απαραίτητες συνθήκες για να ζήσεις.
Granjearse un nombre
Εξήγηση: Δηλώνει την προσπάθεια να κερδίσεις αναγνωρισιμότητα στον τομέα σου.
Granjear favores
Εξήγηση: Αναφέρεται στην απόκτηση ευνοϊκής μεταχείρισης ή υποστήριξης από άλλους.
Granjearse respeto
Η λέξη "granjear" προέρχεται από τη λέξη "granja", που σημαίνει "αγροικία" ή "φυτεία" στα Ισπανικά, και χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την απόκτηση αγαθών ή πλεονεκτημάτων.
Συνώνυμα: - Obtener - Adquirir - Ganar
Αντώνυμα: - Perder - Desaprovechar - Renunciar