Η λέξη "grano" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "grano" είναι /ˈɡɾano/.
Η λέξη "grano" αναφέρεται γενικά σε ένα σπυρί ή κόκκο, όπως είναι οι σπόροι που χρησιμοποιούνται για τη γεωργία (π.χ. σιτάρι, καλαμπόκι). Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορικές καταστάσεις για να περιγράψει κάτι που είναι μικρό ή λεπτό. Στη καθημερινή γλώσσα, έχει αρκετή συχνότητα χρήσης, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Ο κόκκος του ρυζιού είναι πολύ μικρός.
Se necesita un grano de sal para mejorar el sabor.
Η λέξη "grano" εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
(Το νόημα είναι ότι κάποιος δεν μπορεί να δει τη συνολική εικόνα λόγω της εμμονής σε λεπτομέρειες.)
Hacer un grano de arena.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μικρή συνεισφορά σε μια μεγαλύτερη προσπάθεια.)
Tener un grano en el zapato.
Η λέξη "grano" προέρχεται από τη λατινική λέξη "granum," που σημαίνει "σιτάρι" ή "σπόρος."
Συνώνυμα: - semilla (σπέρμα) - partícula (σωματίδιο)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - grandeza (μεγέθυνση)