Η λέξη granuja χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι τεμπέλης ή ακριβολογώντας, ένα άτομο που δεν έχει καμία επιθυμία να εργαστεί ή να επιτύχει, και που συχνά καταφεύγει σε πονηριές ή αναβολές. Είναι περισσότερο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε περιγραφές χαρακτήρων ή συμπεριφορών.
Ο χασομέρης της τάξης ποτέ δεν κάνει τις εργασίες του.
Siempre está buscando excusas, es un verdadero granuja.
Η λέξη granuja μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες λαϊκές εκφράσεις για να περιγράψει συμπεριφορές ή καταστάσεις:
Μην είσαι τεμπέλης!
Él siempre se escapa como un granuja.
Αυτός πάντα ξεφεύγει σαν χασομέρης.
Esa actitud es muy de granuja.
Αυτή η στάση είναι πολύ χασομέρη.
A veces pienso que es granuja por naturaleza.
Η λέξη granuja προέρχεται από το λατινικό "granum", που σημαίνει «σπόρος», μεταφορικά εννοώντας κάτι ή κάποιον που δεν αξίζει ή που είναι αναξιόπιστος.